ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΩΝ ΣΧΟΛΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΡΗΤΗΣ | ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΡΗΤΗΣ |
Ρέθυμνο, 8 Ιανουαρίου 2007
Αναλαμβάνουμε δράση κατά της αναθεώρησης του άρθρου 16 του Συντάγματος
Στις 10 και στις 17 Ιανουαρίου διεξάγεται η συζήτηση στην επιτροπή αναθεώρησης του συντάγματος της Βουλής για το άρθρο 16. Κυβέρνηση και ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης έχουν εκφράσει την πρόθεσή τους να αναθεωρηθεί το άρθρο 16, ώστε να επιτραπεί η ίδρυση και λειτουργία ανώτατων σχολών «αποκλειστικώς και μόνο μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα από ιδιώτες» (ΝΔ), «μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και από ιδιώτες που αποβλέπουν να αναπτύξουν κοινωφελή δράση» (ΠΑΣΟΚ). Σύμφωνα με το σκεπτικό της ΝΔ, η αναθεώρηση του άρθρου 16,
– «… μέσω της ανάπτυξης υγιούς ανταγωνισμού με τα υφιστάμενα κρατικά πανεπιστήμια, αποβαίνει τελικά προς όφελος της ποιότητας των παρεχόμενων σπουδών και της παιδείας γενικότερα»
– «… θα συμβάλει, σε μεγάλο βαθμό, στην ανάδειξη της Χώρας μας σε κέντρο παιδείας και πολιτισμού για ολόκληρη την ευρύτερη περιοχή».
– «… διευρύνει τις εκπαιδευτικές επιλογές και ευκαιρίες των νέων, συμβάλλει στην καταπολέμηση της παραπαιδείας και περιορίζει σημαντικά τη «μετανάστευση» μεγάλου αριθμού Ελλήνων φοιτητών σε πανεπιστήμια του εξωτερικού, η οποία επιφέρει οικονομική αιμορραγία στις οικογένειές τους και οδηγεί στην απώλεια ικανού και πολύτιμου επιστημονικού δυναμικού, δεδομένου ότι πολλοί από όσους φοιτούν στην αλλοδαπή, προτιμούν τελικά να παραμείνουν εκεί και μετά το πέρας των σπουδών τους».
Τα επιχειρήματα της αναθεώρησης γεννούν πλήθος ερωτημάτων, αποκαλύπτοντας σειρά από αξιωματικές παραδοχές, λογικά κενά και αντιφάσεις:
Α. Τα δημόσια πανεπιστήμια δεν αναδεικνύουν τη χώρα μας σε «κέντρο παιδείας και πολιτισμού»; Χρειάζεται η «κοινωφελής δράση» των ιδιωτών, προκειμένου να επιτευχθεί αυτό; Πού βασίζονται αυτοί οι ισχυρισμοί, αν όχι στην αυθαίρετη παραδοχή ότι η ιδιωτική πρωτοβουλία παρέχει αποδοτικότερες και αποτελεσματικότερες εκπαιδευτικές υπηρεσίες, μύθευμα που αντιβαίνει τόσο στην κοινή εμπειρία όσο και στα πορίσματα διεθνών επιστημονικών ερευνών;
Β. Πώς τεκμηριώνεται ότι τα δημόσια πανεπιστήμια αδυνατούν να «διευρύνουν τις εκπαιδευτικές επιλογές και ευκαιρίες των νέων»; Με ποιο κίνητρο, αν όχι κερδοσκοπικό και αγοραίο, αναμένεται να «συμβάλουν» σε αυτό οι ιδιώτες, και μάλιστα σε μια χώρα που δεν διαθέτει, όπως άλλες χώρες της Δύσης, την ανάλογη μακραίωνη παράδοση εισροής πλήθους ιδιωτικών δωρεών και κληροδοτημάτων, μικρών και μεγάλων, προς την ανώτατη εκπαίδευση; Ακόμα και εάν υποθέσουμε ότι υπάρχουν και στην Ελλάδα ιδιώτες που διακατέχονται από την ευγενή φιλοδοξία προσφοράς στην ανώτατη εκπαίδευση, τι τους εμποδίζει να προσφέρουν στο ίδιο το δημόσιο πανεπιστήμιο, με όρους και κριτήρια αυστηρώς ακαδημαϊκά που θα ελέγχονται αποκλειστικά από αυτό; Γιατί άραγε θα πρέπει οι ιδιώτες αυτοί να είναι ταυτόχρονα και επιχειρηματίες-εργοδότες «πανεπιστημιακών» ιδρυμάτων, παρεμβαίνοντας έτσι άμεσα και στο περιεχόμενο της γνώσης και της έρευνας; Η ταύτιση αυτή δεν υπάρχει σε κανένα σοβαρό πανεπιστήμιο του εξωτερικού, είτε αμιγώς δημόσιο είτε βασιζόμενο σε ιδιωτικούς πόρους, οι οποίοι μάλιστα, όπως όλοι ξέρουν, δεν επαρκούν για τη χρηματοδότηση της βασικής έρευνας, αλλά ενισχύονται από αδρές κρατικές επιχορηγήσεις.
Γ. Γιατί η φοιτητική «μετανάστευση» στο εξωτερικό, δηλαδή η κινητικότητα στον «ενιαίο» ευρωπαϊκό πανεπιστημιακό χώρο, που συνιστά μείζον αιτούμενο άλλων ρυθμίσεων, εδώ θεωρείται ξαφνικά αρνητικό φαινόμενο; Και γιατί εκείνοι που έχουν την οικονομική δυνατότητα να αναζητήσουν σπουδές στην αλλοδαπή θα αλλάξουν τα σχέδιά τους, εάν ιδρυθούν ιδιωτικά «πανεπιστήμια» στην Ελλάδα; Γιατί αυτή η ίδρυση θα αποτρέψει την «αιμορραγία» της φοιτητικής μετανάστευσης στο εξωτερικό, εάν είναι αλήθεια αυτό που οι εμπνευστές της αναθεώρησης ισχυρίζονται, ότι δηλαδή τα «μη κρατικά» πανεπιστήμια θα λειτουργούν με τις ίδιες προδιαγραφές, όπως και τα δημόσια, και άρα η πρόσβαση σε αυτά θα γίνεται με το ίδιο ενιαίο σύστημα εξετάσεων και μάλιστα με τη «βάση του 10»;
Δ. Τέλος, με ποιον ακριβώς τρόπο οι ιδιώτες θα «ανταγωνιστούν» τα υφιστάμενα δημόσια πανεπιστήμια; Δεν είναι προφανές ότι στο μέλλον αυτό θα σημάνει την υπαγωγή των πανεπιστημίων μας στους κανόνες του «υγιούς ανταγωνισμού», δηλαδή την παύση, ή το μοίρασμα, της δημόσιας χρηματοδότησης ώστε να εξισωθούν, προς τα κάτω βέβαια, με τις εκπαιδευτικές υπηρεσίες των ιδιωτών;
Και η απλή διατύπωση αυτών των ερωτημάτων, αναδεικνύει την υποκρισία μιας πολιτικής, που εκμεταλλεύεται τις κοινωνικές προσδοκίες για περισσότερες ευκαιρίες και δυνατότητες, μορφωτικές και επαγγελματικές, των νέων στη χώρα μας, προκειμένου να ανοίξει το χώρο των πανεπιστημίων στα κερδοσκοπικά ιδιωτικά συμφέροντα! Οξύνοντας έτσι την ανισότητα ευκαιριών και υπονομεύοντας τον κοινωνικό χαρακτήρα της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στην Ελλάδα.
Κανένα από τα παραπάνω επιχειρήματα δεν τεκμηριώνει την ανάγκη να επιτραπεί στην Ελλάδα η λειτουργία ιδιωτικών «πανεπιστημίων». Από την πρόταση της αναθεώρησης, η μόνη σαφής λογική που απομένει είναι ο στόχος της, μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης πολιτικής: να πάψει, αυτό που κατοχυρώνεται στο υφιστάμενο Σύνταγμα, να αποτελεί «υποχρέωση του κράτους», «η ανάπτυξη και η προαγωγή της τέχνης, της επιστήμης, της έρευνας και της διδασκαλίας» Αυτή η υποχρέωση του κράτους αναφέρεται στους πολίτες, στο όνομα των οποίων δημοσιεύεται το Σύνταγμα, ως κοινωνικό συμβόλαιο υποχρεώσεων και δικαιωμάτων. Συνεπώς, ως πολίτες, έχουμε καθήκον να διαμαρτυρηθούμε για την αθέτηση αυτού του συμβολαίου. Αυτό το συμβόλαιο μας εξασφαλίζει αξιοπρεπή δωρεάν παιδεία, χωρίς να πληρώνουμε δίδακτρα για να σπουδάζουν τα παιδιά μας. Στα παιδιά μας εξασφαλίζει τη δυνατότητα να διεκδικήσουν εργασία ανάλογα με τις δεξιότητές τους και όχι ανάλογα με το πορτοφόλι μας. Χρόνια τώρα, η ελληνική κοινωνία πορεύτηκε με βάση αυτό το συμβόλαιο.
Η αθέτηση του συμβολαίου παιδείας με την κοινωνία, από τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις, έχει ήδη ξεκινήσει πριν τη θεσμική ολοκλήρωσή της με μια συνταγματική αναθεώρηση. Επί χρόνια, οι κυβερνήσεις υποχρηματοδοτούν τα πανεπιστήμια, για να έρθουν στη συνέχεια να επικαλεστούν τα προβλήματα, που αυτή η υποχρηματοδότηση έχει εν πολλοίς προκαλέσει, ως φαινόμενα «κρίσης» και «ανεπάρκειας» του δημόσιου πανεπιστημίου! Παρ’ όλα αυτά, σε πείσμα της υπονόμευσης, τα ελληνικά ΑΕΙ αναγνωρίζονται διεθνώς. Διότι διδάσκοντες και φοιτητές λειτουργούν με αίσθημα ευθύνης για το δημόσιο λειτούργημά τους, έχοντας ως αρχή τους το συμβόλαιο παιδείας που ισχύει με την κοινωνία. Όταν οι κυβερνήσεις το αθετούν, οι πολίτες αναλαμβάνουν δράση.
Η σύγκρουση για το δικαίωμα στη δημόσια παιδεία στην κοινωνία μας έχει ξεκινήσει ήδη από τις αρχές του περασμένου καλοκαιριού. Η αποφασιστική κινητοποίηση διδασκόντων και φοιτητών, η οποία είχε ως αφορμή την διακηρυγμένη κυβερνητική πρόθεση αναθεώρησης του νόμου-πλαισίου (νόμος 1268/82) για την Ανώτατη Εκπαίδευση καθώς και του άρθρου 16, ανάγκασαν το Υπουργείο Παιδείας να αναβάλει επ’ αόριστον τις προτάσεις που τελικά κατέθεσε για τα πανεπιστήμια. Σήμερα είναι μπροστά μας η συζήτηση για την αναθεώρηση. Ο δρόμος θα είναι μακρύς. Τώρα, ωστόσο, έχουμε μια μοναδική ευκαιρία να διεκδικήσουμε ένα καλύτερο μέλλον για τη δημόσια παιδεία. Αυτός ο αγώνας, που δίνουμε καθημερινά μέσα στα αμφιθέατρα, μέσα στην εκπαιδευτική διαδικασία, αφορά σήμερα όλη την κοινωνία. Στο πλαίσιο του κοινωνικού διαλόγου για την παιδεία και εκείνου που διεξάγεται μέσα στα πανεπιστήμια, καταθέτουμε προτάσεις και ζητάμε λύσεις.
Χαιρετίζουμε την απόφαση της Συγκλήτου του Πανεπιστημίου μας, η οποία δηλώνει,
«την σταθερή προσήλωσή της στις θεμελιώδεις, συνταγματικά κατοχυρωμένες αρχές της πλήρους αυτοδιοίκησης και της αυτοτέλειας, του δημόσιου, δωρεάν και ακαδημαϊκού χαρακτήρα των Α.Ε.Ι. της Ελλάδας και εκφράζει την αντίθεσή της σε κάθε πολιτική που οδηγεί στην υπονόμευσή τους. Με την έννοια αυτή αντιτίθεται στην αναθεώρηση διατάξεων του άρθρου 16 του Συντάγματος».
Αποδοκιμάζουμε τη στάση του κ. Ι. Παλλήκαρη, που, αντί να υποστηρίξει την απόφαση της Συγκλήτου του ιδρύματός του, επιλέγει να την υπονομεύσει, υποστηρίζοντας στον τύπο ότι «μοιάζει να είναι μια απόλυτη θέση» και θεωρώντας ότι «σε δεύτερο βαθμό η ιδιωτική εκπαίδευση είναι καλοδεχούμενη» (Ελευθεροτυπία 5-6/1/2007).
- Συμμετέχουμε στην απεργία που έχει προκηρύξει η ΠΟΣΔΕΠ στις 10 και 17 Ιανουαρίου, ενάντια στην αντιδραστική αναθεώρηση του Συντάγματος.
- Συμμετέχουμε στις εκδηλώσεις των Κοσμητειών των Σχολών μας.
- Διαδηλώνουμε στα συλλαλητήρια που έχουν προγραμματιστεί και με τη συμμετοχή των συνδικαλιστικών ηγεσιών των άλλων εκπαιδευτικών βαθμίδων και των φοιτητικών συλλόγων.
- Οργανώνουμε, μαζί με τους φοιτητές και τους κοινωνικούς φορείς, τις κινήσεις μας για το μέλλον (Πανελλαδική Πρωτοβουλία: www.arthrogr ).
Τα ΔΣ των Ενιαίων Φορέων των Σχολών Φιλοσοφικής και Κοινωνικών Επιστημών