Μεταπηδήστε στο περιεχόμενο

Απολογισμός ΔΣ

  • από

ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΩΝ

ΣΧΟΛΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΡΗΤΗΣ

http://www.soc.uoc.gr/efd

 

 

Απολογισμός του απερχόμενου Διοικητικού Συμβουλίου του Ενιαίου Φορέα Διδασκόντων της Σχολής Κοινωνικών Επιστημών

 

Ρέθυμνο, 26 Νοεμβρίου 2012

 

Προς τα μέλη της Γενικής Συνέλευσης του ΕΦΔ-ΣΚΕ

 

Το απερχόμενο Δ.Σ., το οποίο προέκυψε από τις αρχαιρεσίες του Νοεμβρίου 2010 και συγκροτήθηκε σε σώμα στις 9/11/2010, κατά τη διάρκεια της διετούς θητείας του (όπως αυτή είχε οριστεί από την Εκλογο-απολογιστική Γενική Συνέλευση του ΕΦΔ-ΣΚΕ της 20ης Οκτωβρίου 2010), διαχειρίστηκε τις υποθέσεις και τα προβλήματα του συλλόγου και εκπροσώπησε τα μέλη του με συνέχεια και σταθερότητα, χωρίς χάσματα στη λειτουργία του. Επίσης, δεν υπήρξαν αλλαγές στη σύνθεσή του. Συγκαλούσε τακτικά, όπως προβλέπει το Καταστατικό του συλλόγου, Γενικές Συνελεύσεις (στο εξής Γ.Σ.), καθώς και Έκτακτες, όποτε το επέβαλαν οι καταστάσεις. Συχνά, ωστόσο, υπό την πίεση των εξελίξεων και της πυκνότητας του πολιτικού χρόνου, ιδιαίτερα αυξημένης κατά την παρελθούσα διετία, το Δ.Σ. χρειάστηκε να αναπτύξει μεγαλύτερη πρωτοβουλία, πάντα, όμως, στο πλαίσιο των εκπεφρασμένων συλλογικών τάσεων και αποφάσεων.

Οι πρωτοβουλίες του Δ.Σ. αναπτύχθηκαν κυρίως (αν και όχι αποκλειστικά) προς τρεις κατευθύνσεις:

1ον. την αυξημένη ετοιμότητα για συμμετοχή των μελών τού συλλόγου σε απεργιακές και άλλες κινητοποιήσεις διαμαρτυρίας, είτε αυτές αφορούσαν την ακαδημαϊκή κοινότητα είτε ευρύτερα τον κόσμο της εργασίας

2ον. την προώθηση της συστηματικής συνεργασίας και κοινής δράσης με τους άλλους δυο Ενιαίους Φορείς Διδασκόντων του Ρεθύμνου, αλλά και, σε κάποιο βαθμό, με τους υπόλοιπους συνδικαλιστικούς φορείς του Πανεπιστημίου Κρήτης, και στο πλαίσιο αυτής της δράσης,

3ον. τη συστηματική επικοινωνία με τις νέες πρυτανικές αρχές και γενικότερα τα όργανα διοίκησης του πανεπιστημίου, παράλληλα, όμως, με αυξημένη εγρήγορση για την άσκηση ελέγχου όσον αφορά τη στάση τους στα μείζονα θεσμικά ζητήματα που άνοιξε η επιχειρούμενη αλλαγή του νόμου-πλαισίου της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ζητήματα συνταγματικότητας και δημοκρατικής λειτουργίας.

Ο συνδυασμός των παραπάνω πρωτοβουλιών εκτιμάμε ότι προσέδωσε μεγαλύτερο κύρος στον ΕΦΔ-ΣΚΕ: μια αξιοσημείωτη αναγνωρισιμότητα στους κόλπους της ακαδημαϊκής μας κοινότητας, ακόμα και ως «αντίπαλου» δέους από ιδεολογική άποψη, αλλά και έναν ισχυρότερο θεσμικό ρόλο.

Παρά ταύτα, ο αυξανόμενος θεσμικός ρόλος του Φορέα υπήρξε ανησυχητικά δυσανάλογος προς την σταθερά χαμηλή συμμετοχή των μελών στις εσωτερικές του διαδικασίες. Αυτή ακριβώς η δυσαναλογία αποτελεί, κατά τη γνώμη μας, το κυριότερο πρόβλημα του συλλόγου τα τελευταία χρόνια, το οποίο δεν κατόρθωσε να αντιμετωπίσει επιτυχώς το απερχόμενο Δ.Σ. Τίποτα δεν εικονογραφεί πιο παραστατικά το πρόβλημα, από την επανειλημμένη δυσκολία ή και αδυναμία να επιτευχθεί απαρτία στις Γ.Σ., ακόμα και σε περιόδους όξυνσης των προβλημάτων μας, εργασιακών (μισθολογικών) ή θεσμικών. Η αδυναμία αυτή δεν αποτελεί ιδιοτυπία του δικού μας συλλόγου ούτε δηλώνει αναγκαστικά κρίση εκπροσώπησης· αντίθετα, ο εφησυχασμός για την επάρκεια της εκπροσώπησης από τα μέλη του (εκάστοτε) Δ.Σ. αποτελεί μέρος του προβλήματος. Παρά ταύτα, το πρόβλημα –οι πιθανές αιτίες και οι συνέπειές του– πρέπει να καταγραφεί στον παρόντα Απολογισμό ως ιδιαίτερα κρίσιμο για το μέλλον του συλλόγου (βλ. τελευταία ενότητα).

 

Αν και κατά την παρελθούσα διετία οι παρεμβάσεις του Δ.Σ. αφορούσαν πολλά θέματα, ο Απολογισμός που ακολουθεί εστιάζει στους δυο κεντρικούς άξονες δράσης του συλλόγου, δηλαδή τα εργασιακά/μισθολογικά και τα θεσμικά ζητήματα, τα οποία άλλωστε συνδέονται μεταξύ τους και εκβάλλουν στα ευρύτερα προβλήματα που προκαλούν οι ακολουθούμενες οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές διαχείρισης της κρίσης στη χώρα μας· ως εκ τούτου, η εξέταση των θεμάτων αυτών συμπυκνώνει χαρακτηριστικά την πολιτική του συλλόγου. Τέλος, μικρή αναφορά γίνεται σε θέματα λειτουργίας και συμμετοχής σε συνδικαλιστικές διαδικασίες, ενδο-πανεπιστημιακές ή ενδο-σωματειακές.

 

Εργασιακά και μισθολογικά προβλήματα – Οικονομικές περικοπές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και στο Πανεπιστήμιο Κρήτης

 

Τα τελευταία δύο χρόνια, οι εργαζόμενοι στα πανεπιστήμια αντιμετωπίσαμε δραματικές μειώσεις στις μισθολογικές αποδοχές μας, οι οποίες σε συνδυασμό με την ευρύτερη αύξηση των τιμών σε προϊόντα και υπηρεσίες, την αύξηση της φορολογίας και τις γνωστές επιβαρύνσεις με τα χαράτσια και τις έκτακτες φορολογικές εισφορές μας έχουν οδηγήσει στα όρια αναξιοπρεπούς διαβίωσης. Τούτες οι πρωτόγνωρες οικονομικές συνθήκες διαμορφώνουν ένα ασταθές περιβάλλον ακραίας αβεβαιότητας, ιδιαίτερα για τους πανεπιστημιακούς που καλούνται να παράξουν ερευνητικό έργο και να συμμετέχουν σε διεθνή συνέδρια, σε εγχώρια και διεθνή ερευνητικά δίκτυα. Με αποφάσεις του Δ.Σ. και των Γ.Σ.[1], ο Ενιαίος Φορέας Διδασκόντων της Σχολής Κοινωνικών Επιστημών, επεσήμανε, όπως άλλωστε και η ΠΟΣΔΕΠ,  την δυσμενή αντιμετώπιση των πανεπιστημιακών από την Πολιτεία, όπως επίσης και το γεγονός ότι το ειδικό μισθολόγιό μας ήταν το μοναδικό που παρέμεινε δίχως την παραμικρή αύξηση κατά την τελευταία δεκαετία. Δυστυχώς, η επιλογή των κυβερνήσεων να συκοφαντούν ανενδοίαστα τους πανεπιστημιακούς με ποικίλα αβάσιμα, σαθρά και υστερόβουλα «επιχειρήματα» δεν μας επέτρεψε να εξασφαλίσουμε ευρύτερη συμπαράσταση στα μισθολογικά αιτήματά μας.

Το απερχόμενο Διοικητικό Συμβούλιο, εκτιμώντας αυτήν την πραγματικότητα επέλεξε να δώσει προτεραιότητα στα θεσμικά ζητήματα που μας απασχόλησαν την τελευταία διετία (βλ. επόμενη ενότητα), προκρίνοντας ταυτόχρονα τη συμμετοχή των μελών μας στις πανελλαδικές απεργιακές κινητοποιήσεις που προκηρύσσονταν από την ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ και δηλώνοντας με τον τρόπο αυτό τη συστράτευσή μας με τους εργαζόμενους όλης της χώρας. Έτσι, αποκρούσαμε έμπρακτα την οποιαδήποτε υποψία συντεχνιακής αντίληψης για τα θέματα που αφορούν στην οικονομική κατάσταση που βιώνουμε.

Δυστυχώς η ψήφιση του νέου μνημονίου επιφυλάσσει νέες μειώσεις στο μισθολόγιο των πανεπιστημιακών όλων των βαθμίδων, επιφέροντας μείωση των μισθών μας περίπου κατά 35% τα τελευταία τρία χρόνια. Επιπλέον, η μείωση των προϋπολογισμών των πανεπιστημίων, η περικοπή των πιστώσεων για συμβασιούχους διδάσκοντες, η μη επαναπροκήρυξη των θέσεων που κενώνονται από τη συνταξιοδότηση συναδέλφων και η καθήλωση των εκλεγμένων και προς διορισμό μελών ΔΕΠ στις λίστες αναμονής του υπουργείου, όλα αυτά, συνθέτουν μια εικόνα έντονης κρίσης στη διαχείριση των προγραμμάτων σπουδών σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο σε βάρος του ερευνητικού μας έργου.

Η δυσοίωνη προοπτική αποδιάρθρωσης του συνολικού έργου των ιδρυμάτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αναδείχθηκε σε όλο της το εύρος κατά την έναρξη της φετινής ακαδημαϊκής χρονιάς, με την αιφνιδιαστική –και κατά παράβαση των τετραετών προγραμματισμών- εξαγγελία από το υπουργείο Παιδείας νέων έκτακτων μέτρων οικονομικών περικοπών. Την κατάσταση αυτή έθεσε το Δ.Σ. στις ανακοινώσεις του, με τις οποίες καλούσε τα μέλη του συλλόγου σε αποχή από την εξεταστική περίοδο του Σεπτεμβρίου. Ας σημειωθεί ότι ο σύλλογός μας ήταν πανελλαδικά από τους πρώτους που προχώρησαν στη δυναμική αυτή κινητοποίηση και από τους λίγους που τη διατήρησαν όλη τη διάρκεια των εξετάσεων, δηλαδή, και πριν και μετά την έκδοση απόφασης της ΠΟΣΔΕΠ, με σχετική παρότρυνση αποχής προς τους συλλόγους. Επίσης, αντίθετα προς την έμφαση που έδινε το σκεπτικό της Ομοσπονδίας στις μισθολογικές περικοπές των μελών ΔΕΠ και τις συνέπειές τους, το Δ.Σ. του ΕΦΔ-ΣΚΕ έθεσε πιο συνολικά το ζήτημα, συνδέοντάς το με τις πολιτικές αποδόμησης και απαξίωσης του δημόσιου πανεπιστημίου, συστατικό μέρος των οποίων είναι ο νέος νόμος, ο οποίος επιτείνει φαινόμενα που οδηγούν στη σταδιακή ιδιωτικοποίηση του πανεπιστημίου, κατά παράβαση του Συντάγματος. Στο ίδιο πλαίσιο εξάλλου, υπογράμμισε το πρόβλημα της μεγάλης μείωσης των κονδυλίων για τη φοιτητική μέριμνα, η οποία μεταφέρει ένα επιπλέον βάρος στους φοιτητές και τις οικογένειές τους, που δοκιμάζονται σκληρά από την οικονομική πολιτική (βλ. ανακοινώσεις του ΔΣ του ΕΦΔ-ΣΚΕ της 6/9/2012[2] και 12/9/2012[3], και κοινή ανακοίνωση των τριών ΕΦΔ των Σχολών του Ρεθύμνου, 14/9/2012[4]).

Τις συνέπειες που έχουν οι εξελίξεις αυτές ειδικά για τα περιφερειακά πανεπιστήμια, υπογράμμισαν τα μέλη του Δ.Σ. στην παράσταση διαμαρτυρίας προς την Περιφέρεια Κρήτης (και στη συνέντευξη Τύπου που την πλαισίωσε), η οποία έγινε στο πλαίσιο των κινητοποιήσεων του Σεπτεμβρίου, με τη συμμετοχή όλων των συνδικαλιστικών συλλόγων εργαζομένων του Πανεπιστημίου, του Πολυτεχνείου και των ΤΕΙ Κρήτης, καθώς και των ερευνητικών κέντρων (βλ. Υπόμνημα των συνδικαλιστικών αυτών φορέων, Ηράκλειο, 11/9/2012). Το γεγονός αυτό συνέβαλε σημαντικά στην ευαισθητοποίηση της τοπικής κοινής γνώμης για τα οικονομικά και λειτουργικά προβλήματα των πανεπιστημίων. Τέλος, στο πλαίσιο της στενότερης συνεργασίας που έχει ο σύλλογός μας με τους άλλους δυο συλλόγους των Σχολών του Ρεθύμνου, πραγματοποιήθηκε στην Πανεπιστημιούπολη του Γάλλου (12/9/2012) ανοικτή συνέλευση διδασκόντων, φοιτητών και διοικητικών υπαλλήλων, όπου συζητήθηκε όλο το εύρος των προβλημάτων που προκάλεσαν τα νέα έκτακτα μέτρα περικοπών στη δημόσια χρηματοδότηση των πανεπιστημίων, και εκδόθηκε σχετική ανακοίνωση στο ίδιο πνεύμα με εκείνες του συλλόγου μας. Στην ανοικτή αυτή συνέλευση τέθηκε με ιδιαίτερη έμφαση το πρόβλημα των επιπλέον επαπειλούμενων μειώσεων του προσωπικού της διοίκησης του ΠΚ, το οποίο, αυτή τη στιγμή, έχει πάρει νέες και απρόβλεπτες διαστάσεις, οδηγώντας σε δυναμικές κινητοποιήσεις τους συναδέλφους διοικητικούς υπαλλήλους.

 

Οι αλλαγές του θεσμικού πλαισίου της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης: από το «Κείμενο Διαβούλευσης» στον «Νόμο Διαμαντοπούλου» και την αναθεώρησή του από τον «Νόμο Αρβανιτόπουλου» (φθινόπωρο 2010 – φθινόπωρο 2012):

 

Από τις πρώτες εξαγγελίες της επιχειρούμενης μεταρρύθμισης στα ΑΕΙ επί υπουργίας της Α. Διαμαντοπούλου, και κυρίως μετά την δημοσιοποίηση του λεγόμενου «Κειμένου Διαβούλευσης» (Οκτώβριος 2010), το οποίο προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων στην πανεπιστημιακή κοινότητα, το Δ.Σ. και ο σύλλογός μας, στις σχετικές τους αναλύσεις (βλ. «Κείμενο προβληματισμού» του Δ.Σ. 20/11/2010[5] και «Απόφαση της Γ.Σ. για το κυβερνητικό πλαίσιο αλλαγών στο πανεπιστήμιο», 30/11/2010[6]) εκτιμούσαν ότι οι εξαγγελθείσες αλλαγές:

  1. από τη μια πλευρά, βρίσκονται σε μια συνέχεια με προηγούμενες θεσμικές αλλαγές και γενικότερα πολιτικές των ελληνικών κυβερνήσεων στον χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, αλλά και σε συνέπεια με διεθνώς εφαρμοζόμενες εκπαιδευτικές πολιτικές, νεοφιλελεύθερου προσανατολισμού, οι οποίες, στην ευρωπαϊκή περίπτωση, εκφράστηκαν χαρακτηριστικά από τη γνωστή «Διαδικασία της Μπολώνια»: οι πολιτικές αυτές, γράφαμε, «υπηρετούν την πλήρη απελευθέρωση της αγοράς εκπαιδευτικών υπηρεσιών σε παγκόσμιο επίπεδο, μέσα από μια διπλή στρατηγική σε εθνικό επίπεδο: τη συρρίκνωση της συμμετοχής του κράτους στις δαπάνες της εκπαίδευσης και ταυτόχρονα την αύξηση του κρατικού ελέγχου στα πανεπιστήμια, ώστε να αμβλυνθούν ή να εξουδετερωθούν στην πράξη οι ακαδημαϊκές εκείνες ελευθερίες, λειτουργίες και δομές που ιστορικά είχαν εγγυηθεί την ετερογένεια του πανεπιστημιακού θεσμού από τη σφαίρα της αγοράς» (Απόφαση της Γ.Σ. 30/11/2010, σ. 3).
  2. από την άλλη όμως, συνιστούν την πιο ακραία εκδοχή των παραπάνω πολιτικών, η οποία, υπερβαίνοντας οτιδήποτε είχε επιχειρηθεί τα τελευταία χρόνια ως θεσμική «μεταρρύθμιση» στα ελληνικά ΑΕΙ, υπερβαίνοντας και αυτό το «τέλος του πανεπιστημίου της Μεταπολίτευσης» κατά υπουργική δήλωση, καταλήγει να ανατρέπει τις δυο κυριότερες συνθήκες που ιστορικά είχαν διαμορφώσει τον πανεπιστημιακό θεσμό στη νεώτερη Ευρώπη (αλλά και στην Ελλάδα): το πλήρως αυτοδιοίκητο των πανεπιστημίων και την ακαδημαϊκή (θεσμική και επιστημονική) αυτοτέλεια των Τμημάτων: επισημάναμε την ήδη διαφαινόμενη από το «κείμενο διαβούλευσης» κατάργηση των Τμημάτων ως λειτουργικών μονάδων παραγωγής επιστημονικού έργου σε ένα οριοθετημένο κλάδο, που υπηρετεί την ενότητα των σπουδών και των πτυχίων σε αυτόν τον κλάδο, και την αντικατάστασή τους από «προγράμματα σπουδών» πολλαπλών ταχυτήτων, τα οποία θα επιτρέπουν μια ουσιαστικά ανεξέλεγκτη φοιτητική κινητικότητα, ακόμα και μεταξύ τυπικών και άτυπων μορφών μεταλυκειακής εκπαίδευσης.
  3. τέλος, με ποικίλους τρόπους, κατατείνουν στην άρση του αποκλειστικά δημόσιου χαρακτήρα της ανώτατης εκπαίδευσης, παραβιάζοντας στην πράξη, μαζί με την παραβίαση και του αυτοδιοίκητου, και τις δυο σχετικές θεμελιώδεις αρχές που κατοχυρώνει το άρθρο 16 του ελληνικού Συντάγματος· ακριβέστερα, κατατείνουν στη σταδιακή «ιδιωτικοποίηση» του δημόσιου πανεπιστημίου, το οποίο προσομοιώνεται με επιχειρηματικό οργανισμό, τόσο ως προς το ακραία συγκεντρωτικό, βλέπε ολιγαρχικό, σύστημα διοίκησης που εισάγεται όσο και ως προς τη γενικότερη εσωτερική του λειτουργία.

 

Βάσει των παραπάνω εκτιμήσεων, οι οποίες, δυστυχώς, επιβεβαιώθηκαν στο ακέραιο όταν συντάχθηκε το ίδιο το νομοσχέδιο, ο σύλλογός μας

Α. Αντιτάχθηκε εξαρχής στην άποψη εκείνη που, καλή τη πίστη, αναζητούσε και «τα θετικά στοιχεία» του εν λόγω πλαισίου αλλαγών: η επικρατούσα άποψη στο σύλλογο υποστήριξε ξεκάθαρα ότι, και αν ακόμα υπήρχαν τέτοια στοιχεία, ήταν αδύνατον να απομονωθούν, καθώς, ενταγμένα μέσα σε ένα ενιαίο και συνεκτικό σύστημα, συλλειτουργούσαν με ένα πλήθος άλλων μέτρων, τα οποία κατέτειναν σε όλες τις παραπάνω πολλαπλές ανατροπές του ακαδημαϊκού κεκτημένου. Με άλλα λόγια, το πλαίσιο αυτό ήταν έτσι συγκροτημένο, ώστε είτε το αποδεχόσουν στη βασική του φιλοσοφία είτε το απέρριπτες στο σύνολό του· διορθωτικές παρεμβάσεις στο εσωτερικό αυτής της φιλοσοφίας, επί της ουσίας ισοδυναμούν με αποδοχή.

Β. Κατέστησε εξαρχής σαφές, ότι δεν θεωρεί «ξεπερασμένη» τη βασική φιλοσοφία του μέχρι τότε ισχύοντος νόμου-πλαισίου (νόμος 1268/1982)· αντιθέτως, εκτιμώντας ότι ο νόμος αυτός, παρά τις ατέλειες ή τις ελλείψεις του, υπήρξε σταθμός στη διαδικασία εκσυγχρονισμού και εκδημοκρατισμού του πανεπιστημιακού θεσμού στη χώρα μας, υποστήριξε ότι οποιαδήποτε συζήτηση για θεσμικές αλλαγές, λιγότερο ή περισσότερο δραστικές, «δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ανατροπή των βασικών αρχών αυτού του νόμου-πλαισίου, αλλά ως περαιτέρω ενίσχυση και αναβάθμισή τους».

Γ. Υποστήριξε, συνεπώς, ότι ο διάλογος για τη θεσμική αναμόρφωση του σύγχρονου, του μεταπολιτευτικού δηλαδή, δημόσιου, αυτοδιοικούμενου και συμμετοχικού πανεπιστημίου, δεν ξεκινούσε από «μηδενική» βάση, αλλά από τα ιστορικά κεκτημένα: «από τη σε βάθος ανάλυση της μακρόχρονης πλέον εμπειρίας μας από την έμπρακτη εφαρμογή του νόμου-πλαισίου του 1982, όπως και των διαδοχικών τροποποιήσεών του», και από «μια ορθολογική οριοθέτηση και ιεράρχηση των προβλημάτων, η οποία δεν θα εξισώνει αβασάνιστα άτυπες πρακτικές με κανονιστικές διατάξεις» (Απόφαση της Γ.Σ. 30/11/2010, σ. 5).

Δ. Κατέληξε ότι μόνο με τους παραπάνω όρους μπορεί να προκύψει ένα σοβαρό εγχείρημα μεταρρύθμισης του δημόσιου πανεπιστημίου στη χώρα μας, και κάλεσε ευθύς εξαρχής τα ποικίλα όργανα, ακαδημαϊκά και συνδικαλιστικά, της πανεπιστημιακής κοινότητας να μετατρέψουν την προσχηματική «διαβούλευση» του υπουργείου Παιδείας, που ουσιαστικά ερχόταν να νομιμοποιήσει την αυταρχική επιβολή προειλημμένων αποφάσεων ερήμην της κοινότητας αυτής, «σε μια γόνιμη και συντεταγμένη διαδικασία συζήτησης και, επίσης, αναζήτησης βασικών συναινέσεων, στους κόλπους της πανεπιστημιακής κοινότητας» (Απόφαση της Γ.Σ. 30/11/2010, σ. 4-5).

 

Αυτή η τοποθέτηση, όπως συνοψίζεται στα παραπάνω τέσσερα σημεία, καθόρισε τη στάση και τη δράση του Δ.Σ., καθώς και τις αποφάσεις των Γ.Σ., από την πρώτη φάση του αγώνα μέχρι και τις πλέον πρόσφατες εξελίξεις.

Αναλυτικότερα:

        

Ι. Η περίοδος από την κατάθεση του «κειμένου διαβούλευσης» το φθινόπωρο του 2010 έως την ψήφιση του νόμου τον Αύγουστο του 2011:

– Ο σύλλογός μας συντάχθηκε με τη συντριπτική πλειονότητα των πανεπιστημιακών συλλογικών οργάνων, συμπεριλαμβανομένης και της Συγκλήτου του ΠΚ, που αρνήθηκαν να λάβουν ως βάση διαλόγου το «κείμενο διαβούλευσης», κρίνοντάς το όχι μόνο ως αντι-ακαδημαϊκό αλλά και αντισυνταγματικό. Κατήγγειλε τόσο τον προσχηματικό διάλογο όσο και την παράλληλη πρωτοφανή εκστρατεία κατασυκοφάντησης των ελληνικών ΑΕΙ και των λειτουργών της, και κάλεσε την τότε κυβέρνηση να αποσύρει το κείμενο αυτό και, όπως η έννοια του διαλόγου επιτάσσει, «να συνεργαστεί με την ακαδημαϊκή κοινότητα, για μια ουσιαστική και σε βάθος χρόνου διαδικασία προσδιορισμού των προβλημάτων των πανεπιστημίων στη χώρα μας, ανάπτυξης και ανταλλαγής θέσεων για την υπέρβασή τους» (Απόφαση της Γ.Σ. 30/11/2010, σ. 4).

– Διατύπωσε συγκεκριμένες θέσεις, όσον αφορά α. τα προαπαιτούμενα της συζήτησης και β. τις αδιαπραγμάτευτες δομές και αρχές που θα πρέπει να υπηρετεί κάθε εγχείρημα μεταρρύθμισης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, είτε αυτό οδηγήσει σε νέο νόμο-πλαίσιο είτε όχι. Ακριβέστερα, εξειδίκευσε σε προτάσεις τον διττό στόχο ενός τέτοιου εγχειρήματος: «να δεσμεύει ρητά την πολιτεία για την επαρκή δημόσια χρηματοδότηση των λειτουργιών και του έργου του και να διευρύνει αποφασιστικά όλες τις υπάρχουσες θεσμικές εγγυήσεις της αυτοτέλειας του πανεπιστημίου, τόσο από το κράτος όσο και από οικονομικά κέντρα εξουσίας» (Απόφαση της Γ.Σ. 30/11/2010, σ. 5).

– Με αναφορά αυτές τις θέσεις, οι οποίες επαναβεβαιώθηκαν από επόμενες Γ.Σ., το Δ.Σ. και τα μέλη του συλλόγου συνέχισαν τον αγώνα ενάντια και στο σχέδιο νόμου που συντάχθηκε από την ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας, και στη συνέχεια κατατέθηκε προς ψήφιση στη Βουλή, το καλοκαίρι του 2011.

– Ο αγώνας αυτός, εκτός από τις πιο δυναμικές μορφές διαμαρτυρίας (συμμετοχή σε πανελλαδικές απεργιακές κινητοποιήσεις πανεπιστημιακών), περιελάμβανε μια ποικιλία δράσεων (έκδοση ανακοινώσεων, συμμετοχή σε- ή διοργάνωση συζητήσεων, ομιλίες μελών μας σε εκδηλώσεις, αρθρογραφία στον Τύπο, συνεντεύξεις Τύπου, παραστάσεις στη Σύγκλητο του ΠΚ), που κατά κανόνα αναπτύχθηκαν σε συνεργασία με τους άλλους δυο Ενιαίους Φορείς του Ρεθύμνου, και μάλιστα όχι μόνο εντός του ΠΚ, αλλά, εν μέρει, και στο επίπεδο της τοπικής κοινωνίας (βλ. πιο κάτω).

Μεταξύ των συστηματικότερων πρωτοβουλιών που πήρε το Δ.Σ. στο πλαίσιο του αγώνα αυτού, ήταν αφενός η διοργάνωση εκδηλώσεων ή πιο άτυπων συζητήσεων, τόσο μεταξύ των διδασκόντων όσο και με τους φοιτητές, με αντικείμενο την ενημέρωση, ζύμωση και διάλογο γύρω από το περιεχόμενο των επιχειρούμενων θεσμικών αλλαγών και τις συνέπειές τους (ιδιαίτερα μαζική ήταν η εκδήλωση που διοργάνωσαν οι τρεις Ε.Φ.Δ. των Σχολών του Ρεθύμνου στις 23/11/2010). Εξάλλου, εδώ εντάσσεται και η πρακτική των ανοικτών συνελεύσεων είτε διδασκόντων είτε όλων των μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας στο Ρέθυμνο, με έκδοση ψηφισμάτων κ.λπ. Αφετέρου, ο συντονισμός της δράσης μας με τους άλλους δυο Ενιαίους Φορείς του ΠΚ στο Ρέθυμνο: από τις απαρχές αυτού του αγώνα και μέχρι σήμερα, ενεργοποιήθηκε και αναπτύχθηκε ακόμα περισσότερο η οικεία από άλλες αγωνιστικές εμπειρίες (π.χ. «Άρθρο 16») πρακτική των κοινών συνεδριάσεων, ανακοινώσεων, διαβημάτων (προς τις πανεπιστημιακές αρχές) και δράσεων των Δ.Σ. των τριών συλλόγων. Σε αυτές τις πιο κινηματικές, θα λέγαμε, συνεργασίες, συγκαταλέγεται και η συμμετοχή του συλλόγου μας στο πανελλαδικό δίκτυο πρωτοβάθμιων σωματείων διδασκόντων ΑΕΙ, που συστάθηκε προκειμένου να συντονίσει πιο άμεσα και αγωνιστικά τη δράση τους.

– Στις νέες συζητήσεις στο πλαίσιο του συλλόγου και ευρύτερα της κοινότητας του ΠΚ του Ρεθύμνου, αναδείχθηκε πιο συστηματικά η σχέση αυτής της νεοφιλελεύθερης μεταρρύθμισης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση με τη συγκυρία των «μνημονιακών» πολιτικών της ακραίας οικονομικής λιτότητας και της αποδιάρθρωσης του κοινωνικού κράτους, που συνοδεύονται από μεθοδεύσεις εκτροπών από αρχές του δημοκρατικού πολιτεύματος και αυτού του Συντάγματος, προκειμένου να επιβληθούν πιο αποτελεσματικά αυτές οι πολιτικές και να εξουδετερωθούν οι αντιστάσεις. Η σύνδεση του αγώνα της ακαδημαϊκής κοινότητας με εκείνον της ευρύτερης κοινωνίας και κυρίως των εργαζομένων στους τομείς της εκπαίδευσης και της υγείας υπήρξε ιδιαίτερο μέλημα του Δ.Σ. Αποτυπώθηκε μέσα από πρωτοβουλίες συμμετοχής σε εκδηλώσεις ή τη διοργάνωση εκδηλώσεων στην πόλη του Ρεθύμνου (π.χ. εκδήλωση-συζήτηση που συν-διοργάνωσαν οι Ενιαίοι Φορείς Διδασκόντων των Σχολών του ΠΚ στο Ρέθυμνο, η ΕΛΜΕ Ρεθύμνου και η  Ένωση  Γιατρών ΕΣΥ στις 25/5/2011 στο Σπίτι του Πολιτισμού), ενώ οργανωτικά εκφράστηκε με τη συμμετοχή του συλλόγου μας στη δράση των τοπικών πρωτοβάθμιων σωματείων εργαζομένων στους παραπάνω τομείς (αναφέρουμε ενδεικτικά: εκδήλωση στις 9/12/2010 στο Εργατικό Κέντρο εν όψει κινητοποίησης ενάντια στην ψήφιση του Προϋπολογισμού από τη Βουλή), αλλά και με συμμετοχή των μελών μας στις εκδηλώσεις της «πλατείας» την άνοιξη-καλοκαίρι του 2011 (την ημέρα που ψηφιζόταν το νομοσχέδιο, 24/8/2011, οργανώθηκε στην Πλατεία του Αγνώστου Στρατιώτη συζήτηση με εισηγητές μέλη των Δ.Σ. των τριών ΕΦΔ).

 

ΙΙ. Η περίοδος από την ψήφιση του νόμου 4009/2011 μέχρι σήμερα:

Μετά την ψήφιση του νόμου, ο σύλλογος επαναβεβαίωσε τις βασικές του θέσεις ενάντια στο νέο θεσμικό πλαίσιο των ΑΕΙ, με την απόφαση της Γ.Σ. της 12ης Οκτωβρίου 2011[7]. Η απόφαση αυτή δήλωνε τη βούληση των μελών του συλλόγου να συνεχίσουν τον αγώνα και καλούσε τη Σύγκλητο του ΠΚ, ακολουθώντας το ευρύτερο ρεύμα στα πανεπιστήμια, να αξιοποιήσει κάθε νομική δυνατότητα για τον έλεγχο της συνταγματικότητας του νόμου 4009/2011. Συγχρόνως, συμφωνώντας και με σχετική απόφαση της Συνόδου των Πρυτάνεων, κατήγγειλε ως θεσμική εκτροπή την κεντρική παρέμβαση του Υπουργείου Παιδείας για τη σύσταση εκλογικών επιτροπών με στόχο την ανάδειξη των Συμβουλίων Διοίκησης και χαιρέτιζε την επιλογή της πλειονότητας των πρυτανικών αρχών να μην ορίσουν τέτοιες επιτροπές, καθώς και την άρνηση τέως πρυτάνεων, αντιπρυτάνεων και μελών ΔΕΠ να συμμετέχουν σε αυτές· τέλος, καλούσε τα μέλη ΔΕΠ να μη στελεχώσουν τις εφορευτικές επιτροπές.

Βάσει των παραπάνω, το Δ.Σ., παρακολουθώντας την ευρύτερη δυναμική του πανεπιστημιακού κινήματος και έχοντας συνδιαμορφώσει, μέσα από δημιουργικές συνθέσεις των απόψεων, μια ενιαία πρακτική δράσης των συλλόγων διδασκόντων στο Ρέθυμνο, συνέχισε τον αγώνα, μέσα σε μια καταρχήν πιο ευνοϊκή, αλλά και κρίσιμη συνάμα, συγκυρία για αυτόν τον αγώνα, όσον αφορά το Πανεπιστήμιο Κρήτης: πρόκειται για την εκλογή (Μάιος 2011), με την αποφασιστική υποστήριξη της πανεπιστημιακής κοινότητας στο Ρέθυμνο, μιας νέας πρυτανικής αρχής, άφθαρτης αλλά με δοκιμασμένο ισχυρό ακαδημαϊκό προφίλ, πιο αντιπροσωπευτικής συγκριτικά προς το παρελθόν (αφού δυο από τα τέσσερα μέλη της προέρχονταν από σχολές του Ρεθύμνου) και με εκπεφρασμένη αντίθεση των μελών της είτε σε κεντρικές διατάξεις του νόμου είτε στο σύνολό του (για την αποφασιστική παρέμβαση των ΔΣ των τριών ΕΦΔ στο Ρέθυμνο, προκειμένου να υπάρξει ουσιαστικός προεκλογικός διάλογος γύρω από τα κεντρικά προβλήματα των ΑΕΙ, βλ. σχετική ανακοίνωση, 2/5/2011[8]). Η εκλογή της νέας πρυτανείας, συγκριτικά μάλιστα με την πολλαπλά αρνητική εμπειρία από τις δυο προηγούμενες πρυτανικές θητείες, άνοιγαν μια νέα σελίδα για το ΠΚ, η οποία όμως θα έκλεινε υποχρεωτικά, πριν ακόμα ανοίξει: η εφαρμογή του νόμου σήμαινε, μεταξύ άλλων, και την άμεση κατάργηση της δημοκρατικά εκλεγμένης νέας αυτής πρυτανείας και την αντικατάστασή της από τα νέα Συμβούλια Διοίκησης (ΣΔ) με τη συμμετοχή εξωπανεπιστημιακών και με τις υπερεξουσίες που γνωρίζουμε.

Η αδιανόητη αυτή προοπτική, την οποία υπογράμμιζε στις ανακοινώσεις του το Δ.Σ., αναδείκνυε με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο τη βία που ασκούσε στην ακαδημαϊκή ζωή η επιβολή αυτού του απαράδεκτου νόμου-πλαισίου, επαυξάνοντας την αγωνιστική μας ετοιμότητα.

Η ετοιμότητα αυτή εκφράστηκε έντονα, όταν το Υπουργείο Παιδείας, ενώπιον της αδυναμίας του να εκμαιεύσει κρίσιμες συναινέσεις εντός των πανεπιστημίων ώστε να δρομολογηθεί η διενέργεια εκλογών για τη νέο σύστημα διοίκησης, επέλεξε να διορίσει το ίδιο τις προβλεπόμενες από το νόμο επιτροπές που είναι αρμόδιες για αυτό το έργο, επιφορτίζοντάς τες μάλιστα με εξουσίες που υπερέβαιναν τις εκλεγμένες διοικήσεις των ΑΕΙ. Σε αυτό το πλαίσιο, δρομολογήθηκε και στο δικό μας πανεπιστήμιο ο διορισμός πενταμελούς «Οργανωτικής Επιτροπής» (ΦΕΚ Β 2503 4/11/2011), στην οποία ανατέθηκε η ευθύνη για την ανάδειξη των μελών του Συμβουλίου Διοίκησης του ΠΚ. Απέναντι σε αυτές τις εξελίξεις:       

α) Το Δ.Σ. κατήγγειλε αυτές τις αυταρχικές, βλέπε σωφρονιστικές, μεθοδεύσεις στις οποίες κατέφυγε η τότε ηγεσία του υπουργείου Παιδείας, προκειμένου να επιβάλει την εφαρμογή του νόμου στα πανεπιστήμια (βλ. Ανακοίνωση ΔΣ, 21/11/2011[9]). Εξάλλου, από κοινού με τα Δ.Σ. των δυο άλλων συλλόγων, έλεγξε συστηματικά τον αντιακαδημαϊκό και αλαζονικό τρόπο με τον οποίο η πλειοψηφία των μελών της ΟΕ του ΠΚ χειρίστηκε την εξουσία της, μια εξουσία δοτή, που έτσι κι αλλιώς δεν ήταν νομιμοποιημένη στις συνειδήσεις της πανεπιστημιακής κοινότητας (βλ. ιδιαίτερα ανακοινώσεις των τριών ΔΣ των ΕΦΔ, 1/12/2011[10] και 12/12/2011[11]).

β) Το Δ.Σ. συνυπέγραψε μαζί με τους άλλους δυο ΕΦΔ των Σχολών του Ρεθύμνου προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας, η οποία επικαλείται την απόφαση της Υπουργού Παιδείας να συγκροτήσει «Οργανωτική Επιτροπή» καθ’ υποκατάσταση των οργάνων του Πανεπιστημίου Κρήτης. Η προσφυγή συνίσταται σε αίτηση περί ακυρώσεως της απόφασης αυτής, και φέρει ημερομηνία 22 Δεκεμβρίου 2011. Υπενθυμίζουμε ότι παράλληλα κατατέθηκε προσφυγή του συνόλου των ΑΕΙ της χώρας στο Συμβούλιο της Επικρατείας για τον έλεγχο της συνταγματικότητας του Νόμου 4009/2011.

γ) Τις παραμονές των εκλογών για την ανάδειξη των εσωτερικών μελών του ΣΔ, τα Δ.Σ. των τριών ΕΦΔ του Ρεθύμνου έκαναν μια τελευταία, αλλά επιτυχή, προσπάθεια να αναδειχθούν δημόσια και σε όλο τους εύρος τα γενικά, βάσει του νόμου, τυπικά και ουσιαστικά προβλήματα, αλλά και οι επιμέρους πλημμέλειες, της διαδικασίας με την οποία είχαν δρομολογηθεί οι εκλογές αυτές στο ΠΚ, συμπεριλαμβανομένων και των προβλημάτων που εγείρει το εκλογικό σύστημα της «ταξινομικής ψήφου»: στην εκδήλωση-συζήτηση που διοργάνωσαν στις 15/2/2012, στο Ρέθυμνο, και στην οποία συμμετείχαν με κεντρικές ομιλίες μέλη της πρυτανείας και εκπρόσωπος του Δ.Σ. του συλλόγου διδασκόντων του Ηρακλείου, έγινε απολύτως σαφές το αντιακαδημαϊκό και έωλο της όλης εκλογικής διαδικασίας, όπως ρητά δηλώνει το Ψήφισμα των συμμετεχόντων στην εκδήλωση[12], το οποίο ζητά από την ΟΕ του ΠΚ να αναβάλει τις εκλογές που είχαν προγραμματιστεί για τις 22/2/2012, έως ότου τελεσιδικήσει το ζήτημα των προσφυγών κατά του νόμου στο Συμβούλιο της Επικρατείας (βλ. και ανακοίνωση των τριών ΕΦΔ των Σχολών του Ρεθύμνου της 16ης Φεβρουαρίου 2012 με αναλυτικό Υπόμνημα που εκθέτει όλα τα ζητήματα που αναδείχθηκαν στην εκδήλωση-συζήτηση[13]). Δυστυχώς, η άρνηση της ΟΕ να αφουγκραστεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο τη θεσμική αυτή κριτική μεγάλου μέρους των μελών ΔΕΠ του ΠΚ, επιδείνωσε την κατάσταση, στο βαθμό που εξέθρεψε πρακτικές αποκλίνουσες, πράγματι, από το ακαδημαϊκό έθος εξεύρεσης θεσμικών και συναινετικών λύσεων στα προβλήματα, όταν οι φοιτητές προχωρούσαν στην παρακώλυση της διενέργειας των εκλογών· πλην όμως, με αποφάσεις των Γενικών τους Συνελεύσεων και όχι ως «μειοψηφίες», όπως αβασάνιστα λεγόταν.

δ) Όσο ο έλεγχος της συνταγματικότητας του νόμου εκκρεμούσε, όσο το πανεπιστημιακό κίνημα ‘από τα κάτω’ αρνιόταν να προσδώσει νομιμοποίηση σε αυτό το νόμο και ενέτεινε τις αντιστάσεις του απέναντι γενικότερα στην πολιτική του υπουργείου Παιδείας, εν ολίγοις, όσο ο αγώνας ακόμα δεν είχε κριθεί, το Δ.Σ. εύλογα δεν επεχείρησε να προκαλέσει από μόνο του, χωρίς αυτό να συνιστά εκπεφρασμένη ανάγκη των μελών του συλλόγου, συντεταγμένο διάλογο για την ‘επόμενη μέρα’ μιας ενδεχόμενης ήττας του αγώνα αυτού. Συγχρόνως, όμως, το Δ.Σ., εκτιμώντας τον αγώνα αυτό ως μια δυναμική και μεταβαλλόμενη διαδικασία που εν πολλοίς εξαρτάται και από ιδιαιτερότητες του κάθε πανεπιστημίου, ήταν πάντα ανοιχτό σε διαφορετικές απόψεις και ζυμώσεις, και αντίθετο στην εξαγγελία μιας δεσμευτικής γενικής «γραμμής» στο ζήτημα της συμμετοχής ή μη στις εκλογές για το ΣΔ, ή ακόμα και της κατάθεσης υποψηφιότητας για αυτό το όργανο.

ε) Τη στάση που περιγράψαμε αμέσως παραπάνω, ακολουθήσαμε ως ΔΣ και κατά την πρόσφατη διαδικασία εκλογών για την ανάδειξη των νέων διοικήσεων των ΑΕΙ, συνεκτιμώντας, άλλωστε, και τις εν τω μεταξύ διαφαινόμενες διαφοροποιήσεις στάσης εντός της ακαδημαϊκής κοινότητας, λόγω των αλλαγών που επέφερε ο «νόμος Αρβανιτόπουλου» σε εκείνον της Διαμαντοπούλου. Συγχρόνως, όμως, το ΔΣ κράτησε αποστάσεις από τον αβασάνιστο εφησυχασμό για αυτές τις αλλαγές, οι οποίες, εκτός του ότι επιβλήθηκαν επίσης αιφνιδιαστικά, χωρίς ουσιαστικό διάλογο με την ακαδημαϊκή κοινότητα, περιορίζονταν σε μεμονωμένες βελτιώσεις, χωρίς να θίγουν ριζικά τη βασική φιλοσοφία του νόμου· το ατελέσφορο μεμονωμένων ‘διορθωτικών’ παρεμβάσεων είχε άλλωστε εξαρχής υπογραμμίσει ο σύλλογός μας. Όπως επισημάνθηκε σε άτυπες συζητήσεις στο εσωτερικό του συλλόγου (λόγω μη απαρτίας των Γ.Σ. που συγκλήθηκαν), τίποτα δεν αποτυπώνει πιο χαρακτηριστικά τα αδιέξοδα που δημιουργεί η εφαρμογή όλου αυτού του νέου θεσμικού πλαισίου, από το γεγονός ότι η πρώτη πράξη που καλούνται να κάνουν τα νέα Συμβούλιο Διοίκησης είναι να παύσουν τους εκλεγμένους νυν αντιπρυτάνεις -ενδεχομένως, για να τους ξαναδιορίσουν μετά (εάν και εφόσον υπάρχουν ευρείες συναινέσεις) ως… άτυπους ‘βοηθούς’ των πρυτάνεων!

στ) Τέλος, κατά την έναρξη της φετινής ακαδημαϊκής χρονιάς, στο πλαίσιο της δυναμικής αντίδρασης πολλών συλλόγων αλλά και της ΠΟΣΔΕΠ (κάλεσμα σε αποχή από τις εξετάσεις) απέναντι στις πρωτοφανείς οικονομικές περικοπές που σήμαιναν την πλήρη διάλυση του έργου των πανεπιστημίων και τον ευτελισμό των αποδοχών των διδασκόντων (βλ. επόμενη ενότητα), το Δ.Σ. ενέταξε και τη διαμαρτυρία του για την υιοθέτηση από τη νυν ηγεσία του υπουργείου Παιδείας, ακριβώς μέσα σε μια τέτοια διαλυτική συγκυρία για τα πανεπιστήμια, της ίδιας εκβιαστικής και με συνοπτικές διαδικασίες επιβολής των εκλογών για τα Συμβούλια Διοίκησης, ευτελίζοντας έτσι μια διαδικασία που θα έκρινε το μέλλον των ιδρυμάτων (βλ. ανακοίνωση του Δ.Σ. για αποχή, της 6ης Σεπτεμβρίου 2012[14]).

ζ) Έτσι, εν κατακλείδι, εκτιμώντας από αυτή την οπτική γωνία τα πράγματα, μας αιφνιδίασε η απόφαση της πλειοψηφίας του Πρυτανικού Συμβουλίου να προχωρήσει στην προκήρυξη των εκλογών αυτών, μάλιστα μέσα σε περίοδο κινητοποιήσεων, δηλαδή, αποχής των διδασκόντων του Ρεθύμνου από τις εξετάσεις, με αποτέλεσμα να μην εξασφαλίζεται ο αναγκαίος χρόνος για τον απαιτούμενο διάλογο εν όψει μιας τόσο κρίσιμης διαδικασίας, και χωρίς οι συνάδελφοι του ΠΣ που πήραν αυτή την απόφαση να έχουν προκαλέσει προηγουμένως, επωφελώς για το εγχείρημά τους και τη νομιμοποίησή του, μια ζύμωση στο εσωτερικό της ακαδημαϊκής κοινότητας. Η δημοσιοποιημένη διαφωνία του Αντιπρύτανη ακαδημαϊκών υποθέσεων Κ. Τζανάκη με την απόφαση του ΠΣ, αναδείκνυε το προβληματικό του εγχειρήματος τόσο από νομική όσο και από πολιτική άποψη. Το ΔΣ εξέφρασε αυτούς τους προβληματισμούς σε συνάντηση που είχε με τον Πρύτανη Ε. Στεφάνου, ενώ ανάλογες θέσεις εκφράστηκαν και από την πλευρά και άλλων θεσμικών παραγόντων, όπως κοσμητόρων των σχολών του Ρεθύμνου και από το σύλλογο διδασκόντων της Σχολής Επιστημών Αγωγής. Παρά τη διαφωνία αυτή ανάμεσα στους συλλόγους του Ρεθύμνου και της πλειοψηφούσας άποψης στην πρυτανεία, η διάθεση από όλες τις πλευρές, να υπάρξει ένας δημόσιος διάλογος επί του όλου προβλήματος, οδήγησε σε μια ακόμα ανοικτή συνέλευση διδασκόντων στο Ρέθυμνο, με τη συμμετοχή και του ίδιου του Πρύτανη, η οποία αναμφίβολα λειτούργησε θετικά, αφού προσέδωσε μεγαλύτερη διαφάνεια απόψεων, εν όψει της εκλογικής διαδικασίας. Συγχρόνως, όμως, ανέδειξε, για πρώτη φορά ίσως με τόση σαφήνεια στο εσωτερικό της ακαδημαϊκής κοινότητας του Ρεθύμνου, διαφορετικές εκτιμήσεις για τις προοπτικές των πανεπιστημίων, υπό το καθεστώς του νέου νόμου αλλά και της ευρύτερης πολιτικής και κοινωνικής συγκυρίας στη χώρα μας, και των συνεπειών της.

 

Η παρουσίαση και αποτίμηση αυτών των διαφορών δεν είναι του παρόντος απολογισμού. Εξάλλου, οι πρόσφατες αυτές εξελίξεις δεν έχουν συζητηθεί, αφού δεν έχει επιτευχθεί απαρτία στις τελευταίες απόπειρες σύγκλησης Γ.Σ. Κλείνουμε με μια μόνο επισήμανση: Το σημαντικό ποσοστό αποχής του Ρεθύμνου, και ιδιαίτερα της Σχολής μας, από τις εκλογές για την ανάδειξη των εσωτερικών μελών του Σ.Δ., εκτός από δικαίωση της εναντίωσης των Δ.Σ. των τριών ΕΦΔ προς την ηλεκτρονική ψήφο που δεν εγγυάται τη μυστικότητα, δηλαδή τη δημοκρατικότητα, της ψήφου (βλ. ενδεικτικά ανακοίνωση, 1/11/2012[15]), δείχνει ότι ένα σημαντικό μέρος της ακαδημαϊκής κοινότητας, διόλου δεν έχει πειστεί ότι το νέο πλαίσιο λειτουργίας των ΑΕΙ κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση, και θεωρεί ότι τα προβλήματα του νέου νόμου δεν αφορούν τα πρόσωπα των νέων οργάνων διοίκησης αλλά αντίθετα είναι προβλήματα συστημικά, και ως τέτοια θα μας απασχολήσουν στο μέλλον.

 

 

Συμμετοχή στο Συνέδριο της ΠΟΣΔΕΠ και σε άλλες συνδικαλιστικές πρωτοβουλίες – Θέματα εσωτερικής λειτουργίας και συμμετοχής

 

Στο 10ο Συνέδριο της ΠΟΣΔΕΠ, τον Ιανουάριο του 2011, ο σύλλογός μας εκπροσωπήθηκε με τρεις συναδέλφους, οι οποίοι τοποθετήθηκαν επί των θεμάτων της ημερήσιας διάταξης και επί των σημαντικών διαδικαστικών ζητημάτων που προέκυψαν στο συνέδριο, εκφράζοντας τουλάχιστον δυο διακριτές αντιλήψεις όσον αφορά τα προβλήματα του πανεπιστημίου και τον τρόπο επίλυσής του (βλ. τις ομιλίες των συναδέλφων στην ιστοσελίδα του συλλόγου[16]). Ας σημειωθεί, όμως, ότι τα μέλη του Δ.Σ. θεωρούν πρόβλημα για τη λειτουργία του συλλόγου, το εύρος των διαφορετικών απόψεων να μην εκφράζεται άπλετα στις εσωτερικές του διαδικασίες, αλλά μόνο σε κεντρικές διαδικασίες, όπου διακυβεύονται ζητήματα συσχετισμών δύναμης στην κορυφή της συνδικαλιστικής γραφειοκρατική δομής.

Ο σύλλογός μας, μαζί με πολλούς άλλους συλλόγους των ΑΕΙ της χώρας, συμμετείχε εξαρχής στο πανελλαδικό δίκτυο των πρωτοβάθμιων συνδικαλιστικών φορέων διδασκόντων, το οποίο συγκροτήθηκε με στόχο τον άμεσο και πιο αποτελεσματικό συντονισμό των δράσεων σε συνθήκες κινηματικές, αντιμετωπίζοντας έτσι τη δυσκινησία ή τις αδράνειες της συμβατικής συνδικαλιστικής οργάνωσης.

Θέλουμε να κλείσουμε αυτόν τον απολογισμό θέτοντας, ακριβώς, στο πρόβλημα της κρίσης των συνδικαλιστικών και συμμετοχικών διαδικασιών, όπως το βιώνουμε, στην παρούσα συγκυρία.

Τα τελευταία χρόνια έχουμε γίνει μάρτυρες μιας συντονισμένης προσπάθειας απαξίωσης συνολικά της συνδικαλιστικής δράσης των εργαζομένων. Εκτιμούμε ότι η στόχευση αυτής της προσπάθειας είναι να γίνει ευκολότερη η αποδόμηση βασικών εργασιακών κεκτημένων. Θεωρούμε ότι θα ήταν ολέθριο λάθος από την πλευρά των εργαζομένων, η υιοθέτηση μιας αποστασιοποιημένης στάσης απέναντι στις συνδικαλιστικές δράσεις. Το απερχόμενο ΔΣ έλαβε δύσκολες αποφάσεις για σύνθετα ζητήματα, κρίσιμα για την εξέλιξη του ελληνικού πανεπιστημίου. Υπήρξαν δυστυχώς περιπτώσεις όπου αισθανθήκαμε ότι αναλαμβάνουμε μεγαλύτερο βάρος από εκείνο που μας αναλογούσε, ιδιαίτερα εάν λάβουμε υπόψη και την σπουδαιότητα των ζητημάτων που διαχειριστήκαμε στη θητεία μας. Σε καμία περίπτωση αυτό δε σημαίνει ότι νιώσαμε «απονομιμοποιημένοι από τη βάση μας». Ωστόσο, θεωρούμε ότι είναι επιτακτική ανάγκη να επισημάνουμε την κρισιμότητα της μαζικής συμμετοχής των μελών του συλλόγου στις δράσεις του. Εάν αυτό δεν συμβεί είναι βέβαιο ότι το, όποιο, διαπραγματευτικό κεφάλαιο συσσωρεύτηκε κατά τη διάρκεια της θητείας μας, θα εξανεμιστεί πολύ γρήγορα. Το επόμενο ΔΣ που θα προκύψει από τις ερχόμενες εκλογές του συλλόγου μας, είναι σίγουρο ότι θα αντιμετωπίσει παρόμοιας, αν όχι αυξημένης, οξύτητας προβλήματα με αυτά που αντιμετωπίσαμε εμείς. Αυτό μάλιστα, σε ένα εντελώς ρευστό πολιτικό σκηνικό, όπου θα εξαρτάται καθώς φαίνεται από την εκταμίευση ή όχι της «επόμενης δόσης». Καλούμε λοιπόν τα μέλη μας να στηρίξουν την προσπάθεια του επόμενου ΔΣ με μαζική συμμετοχή και ενεργή στήριξη του έργου του σε όλα τα επίπεδα, με στόχο την ισχυροποίηση του δημοκρατικού Πανεπιστημίου, και την βελτίωση των συνθηκών εργασίας για όλα τα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας.

 

 

Το Δ.Σ.

 

Φουρναράκη Ελένη, πρόεδρος

Σερντεδάκις Νίκος, αντιπρόεδρος

Νικολαϊδης Ευάγγελος, γραμματέας

Οικονόμου Ηλίας, ταμίας

Νουτσόπουλος Θωμάς, μέλος

[1] Για όλα αυτά, βλ. την ιστοσελίδα του ΕΦΔ-ΣΚΕ: https://www.soc.uoc.gr/efd/wordpress/?cat=5

 

[2] https://www.soc.uoc.gr/efd/wordpress/?p=1376

[3] https://www.soc.uoc.gr/efd/wordpress/?p=1379

[4] https://www.soc.uoc.gr/efd/wordpress/?p=1391

[5] ftp://ftp.soc.uoc.gr/efd/DS_keimeno_provlimatismou_19_Noe_2010.pdf

[6] ftp://ftp.soc.uoc.gr/efd/Apofasi_GS_EFD_SXOLIS_KOINONIKON_EPISTHMON_23_11_2010.pdf

[7] https://www.soc.uoc.gr/efd/wordpress/?p=1238

[8] https://www.soc.uoc.gr/efd/wordpress/?p=758

 

[9] https://www.soc.uoc.gr/efd/wordpress/?p=1286

[10] https://www.soc.uoc.gr/efd/wordpress/?p=1297

[11] https://www.soc.uoc.gr/efd/wordpress/?p=1304

[12] https://www.soc.uoc.gr/efd/wordpress/?p=1312

[13] https://www.soc.uoc.gr/efd/wordpress/?p=1312

[14] https://www.soc.uoc.gr/efd/wordpress/?p=1376

[15] https://www.soc.uoc.gr/efd/wordpress/?p=1386

[16] https://www.soc.uoc.gr/efd/wordpress/?p=638