Tηλεκπαίδευση εκτάκτου ανάγκης σε συνθήκες πανδημίας (COVID 19): Τεχνοφιλικές και τεχνοσκεπτικιστικές στάσεις των φοιτητών/τριών της Σχολής Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Κρήτης (2020)
Γιάννης Ζαϊμάκης – Παπαδάκη Μαρίνα

Η εξάπλωση της πανδημίας COVID-19 την άνοιξη του 2020 σε όλον τον κόσμο οδήγησε τα πανεπιστήμια στην εφαρμογή μεθόδων ηλεκτρονικής μάθησης σε μια συνθήκη εκτάκτου ανάγκης. Ακολούθησε ένας κύκλος συζητήσεων σχετικά με τις ευκαιρίες (ή κινδύνους) της επιτάχυνσης της ψηφιακής εκπαίδευσης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση στην μετά-COVID περίοδο. Σε αυτές τεχνοφιλικές προσεγγίσεις προβάλλουν το όραμα ενός μελλοντικού πανεπιστημίου βασισμένο στη ψηφιακή διδασκαλία και την ατομικοποιημένη  μάθηση που θα αξιοποιεί τη ψηφιακή δημιουργικότητα και καινοτομία  βελτιώνοντας τους δείκτες αριστείας και αποδοτικότητας στο διεθνοποιημένο ανταγωνιστικό ακαδημαϊκό περιβάλλον της οικονομίας της γνώσης. Από την πλευρά μιας τεχνο-σκεπτικιστικής οπτικής, εκφράζονται προβληματισμοί για τις κανονικοποίηση της διαδικασίας επιτάχυνσης της ψηφιακής εκπαίδευσης  εκτάκτου ανάγκης στα πανεπιστήμιο, επισημαίνοντας ζητήματα κοινωνικών ανισοτήτων, ψηφιακών χασμάτων και των περίπλοκων δομών εξουσίας που περιβάλλουν τις τεχνολογικές αλλαγές και προωθούν  την αναδιάρθρωση της εκπαίδευσης στη λογική της διανομής εκπαιδευτικών υπηρεσιών με τη μορφή εμπορεύματος.

Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις συζητήσεις και τις ιδιαίτερες συνθήκες της αιφνίδιας εφαρμογής της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης στο εαρινό εξάμηνο του 2020 στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, το Εργαστήριο Κοινωνικής Ανάλυσης και Εφαρμοσμένης Κοινωνικής Έρευνας πραγματοποίησε διαδικτυακή έρευνα σε φοιτητές/τριες των Τμημάτων της ΣΚΕ (Ψυχολογίας, Κοινωνιολογίας, Οικονομικών Επιστημών και Πολιτικής Επιστήμης) σχετικά με την πρόσληψη και αξιολόγηση των φοιτητών/τριών της εμπειρίας της τηλεκπαίδευσης. Το ερωτηματολόγιο εμπεριείχε ερωτήσεις σχετικά με το προφίλ των συμμετεχόντων, τον τεχνολογικό εξοπλισμό και τις ψηφιακές ικανότητες τους, το διαθέσιμο  χώρο και χρόνο παρακολούθησης των ψηφιακών μαθημάτων, τα προβλήματα που συνάντησαν και την αξιολόγηση της εμπειρίας της ψηφιακής μάθησης. Επιπλέον, σε μια ανοιχτή ερώτηση οι συμμετέχοντες εξέφραζαν με δικά τους λόγια την άποψη τους για τη νέα εμπειρία. Στην έρευνα ανταποκρίθηκαν 328 συμμετέχοντες και ανέδειξαν ποικίλα ζητήματα που απασχολούν τη συζήτηση για την ψηφιοποίηση των πανεπιστημίων.

Τα ευρήματα της  έρευνας (βλ. αναλυτικα) μπορούν να κωδικοποιηθούν συνοπτικά ως εξής: Οι συμμετέχοντες διαθέτουν ικανοποιητικό τεχνολογικό εξοπλισμό και οκτώ περίπου στους δέκα δηλώνουν ότι παρακολουθούν τα μαθήματα από προσωπικό σταθερό ή φορητό υπολογιστή. Ωστόσο, οι υπόλοιποι χρησιμοποιούν ψηφιακό εξοπλισμό που δεν συμβαδίζει με τις ανάγκες της ποιοτικής πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και θέτει φραγμούς στην συγκέντρωση στη μαθησιακή διαδικασία (κινητό τηλέφωνο ή υπολογιστή που  μοιράζεται με άλλα μέλη της οικογένειας ή δανείζεται από τρίτο πρόσωπο). Ο ψηφιακός εξοπλισμός των φοιτητών/τριών χαρακτηρίζεται από τη πλειοψηφία καλός/πολύ καλός, ωστόσο περίπου τρεις στους δέκα τον θεωρεί μέτριο/κακό/πολύ κακό. Παρομοίως, αξιολογούν με υψηλά ποσοστά τις ψηφιακές τους ικανότητες ως επαρκείς με  μια μειοψηφία να της χαρακτηρίζει μέτριες ή και ανεπαρκείς. Σε αυτήν την τελευταία κατηγορία το ποσοστό των φοιτητών είναι υψηλότερο από το αντίστοιχο των φοιτητριών ενδεικτικό των έμφυλων ανισοτήτων που διαπερνούν τη χρήση των νέων τεχνολογιών.

Η απουσία κατάλληλου χώρου και διαθέσιμου χρόνου για μερίδα φοιτητών, είναι παράγοντες που δυσχεραίνουν την  μαθησιακή διαδικασία με τη χρήση των ψηφιακών τεχνολογιών. Περίπου ένας στους τέσσερις συμμετέχοντες δηλώνει ότι παρακολουθεί τα μαθήματα είτε σε κοινόχρηστο χώρο για όλη την οικογένεια είτε σε δωμάτιο που μοιράζεται με κάποιο άλλο μέλος της οικογένειας του ή σε άλλο χώρο εκτός σπιτιού και παρομοίως μικρό ποσοστό συμμετεχόντων δηλώνει ότι δεν έχει τον απαραίτητο χρόνο γιατί εργάζεται ή  γιατί ο υπολογιστής που διαθέτει χρησιμοποιείται και από άλλα μέλη της οικογένειας του.

Σε σχετική κλίμακα αξιολόγησης προβλημάτων της ψηφιακής εκπαίδευσης η πλειοψηφία των συμμετεχόντων τονίζει την αδυναμία διαπροσωπικής επαφής με τους διδάσκοντες/ουσες και την έλλειψη εκπαιδευτικού υλικού κατάλληλα προσαρμοσμένου στην ψηφιακή μάθηση. Ακόμη, σχεδόν οι μισοί συμμετέχοντες αξιολογούν την αίσθηση απομόνωσης από την διαδικασία μάθησης και την αδυναμία αλληλεπίδρασης με συμφοιτητές/τριες ως σημαντικά προβλήματα. Επιπλέον, αναφέρονται και σε διάφορα ατομικά προβλήματα όρασης και δυσλεξίας. Οι συμμετέχοντες είναι γενικά ικανοποιημένοι από την ψηφιακή εκπαίδευση  εκτάκτου ανάγκης μολονότι υπάρχει και μια άλλη κατηγορία απαντήσεων που εκφράζει τη δυσαρέσκεια του. Σε σημαντικό βαθμό, η αξιολόγηση επηρεάζεται από τον παράγοντα της ανεργίας του πατέρα.

Από την ανάλυση των κειμένων της ανοικτής απάντησης προκύπτει μια πολυμορφία απόψεων. Οι ‘τεχνο-φιλικοί’ φοιτητές βλέποντας την ψηφιακή μάθηση ως θετική εξέλιξη καλώντας το Πανεπιστήμιο Κρήτης να εναρμονιστεί με μια αναπόφευκτη πορεία ψηφιακού μετασχηματισμού της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην μετα-Covid περίοδο. Επιπλέον, προβάλλουν σε αυτή λογικές εκπαιδευτικής συμπερίληψης που επιτρέπει την ενσωμάτωση στη διαδικασία μάθησης φοιτητών με ιδιαίτερα προβλήματα όπως η αγοραφοβία η εσωστρέφεια. Άλλες φωνές αξιολογούν θετικά την εμπειρία της τηλεκπαίδευσης τονίζοντας πρακτικές διευκολύνσεις: απελευθέρωση σπαταλημένου χρόνου στις μετακινήσεις, λιγότερα έξοδα για τις οικογένειες, ευκαιρίες για παρακολούθηση των μαθημάτων για φοιτητές που εργάζονται και για όσους δεν ζουν στον Ρέθυμνο.

Στο ενδιάμεσο των διαφόρων αξιολογήσεων συναντάμε αμφίσημες απόψεις που εκφράζουν ικανοποίηση από την εμπειρία της ψηφιακής εκπαίδευσης στη συνθήκη της εκτάκτου ανάγκης αλλά την ίδια ώρα, επισημαίνουν αδυναμίες (έλλειψη κατάλληλου ψηφιακού εκπαιδευτικού υλικού, προβλήματα τεχνολογικών υποδομών και δεξιοτήτων κλπ) και τονίζουν την ανεπιφύλακτη προτίμηση τους στη διδασκαλία με φυσική παρουσία.

Παρόμοιες ανησυχίες, ωστόσο πιο έντονες και συχνά διαποτισμένες με αξιακές κρίσεις, εκφράζει μερίδα φοιτητών με τεχνοσκεπτικιστικές αντιλήψεις που προβληματοποιούν τη διαδικασία ψηφιοποίησης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης τονίζοντας την απουσία της αλληλεπίδρασης και της ενσώματης επικοινωνίας, ζητήματα  ψυχικής έντασης (απομόνωση, ψυχολογική κόπωση, πλήξη), παραβίασης της ιδιωτικότητας των συμμετεχόντων, ψηφιακών χασμάτων, ανισοτήτων στην πρόσβαση και την αδυναμία προσαρμογής ορισμένων διδασκόντων στις απαιτήσεις της τηλεκπαίδευσης.

Η στροφή στην τηλεκπαίδευση στα πανεπιστήμια προέκυψε ως μια αναγκαιότητα απάντησης στα προβλήματα της δυστοπικής εμπειρίας της πανδημίας. Η ψηφιακή εκπαίδευση τροποποιεί την εκπαίδευση σε νέες μορφές μάθησης και κοινωνικότητας που οργανώνεται γύρω από ασώματες ψηφιακές επαφές. Ωστόσο, μια κριτική ριζοσπαστική πανεπιστημιακή μάθηση δεν μπορεί να παραβλέψει την ολιστική αίσθηση της κοινής εμπειρίας στο φυσικό χώρο της αίθουσας  διδασκαλίας που επιτρέπει τη βαθιά οικειότητα της συλλογικής μάθησης, την ενσυναίσθηση, τη φυσική επικοινωνία των σωμάτων, την ελεύθερη έκφραση των συναισθημάτων και τη ζωντανή διάδραση.

Αναμφίβολα, οι τεχνολογικές εξελίξεις δίνουν σημαντικές δυνατότητες καινοτομίας και δημιουργικότητας στην εκπαιδευτική διαδικασία. Η τεχνολογία, ωστόσο, δεν είναι ουδέτερη. Είναι ένα ισχυρό μέσο η χρήση του οποίου έχει σημαντικές συνέπειες στις παιδαγωγικές μας πρακτικές. Ας αναλογιστούμε λοιπόν ποιος χρησιμοποιεί την τεχνολογία, προς όφελος τίνων και προς ποια παιδαγωγική κατεύθυνση. Η εμβάθυνση της τεχνολογικής ενσωμάτωσης της τεχνολογίας στην εκπαίδευση είναι θεμιτή προϋποθέτει όμως μακροπρόθεσμο και σοβαρό εκπαιδευτικό κοινωνικό σχεδιασμό και μια κριτική παιδαγωγική προσέγγιση του ρόλου της τεχνολογίας στα πανεπιστήμια που οραματιζόμαστε.